- απειθαρχία
- ηαπείθεια σε εντολή κάποιου ανώτερου: Οι απειθαρχίες του είχαν σημειωθεί απανωτά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀπειθαρχία — ἀπειθαρχίᾱ , ἀπειθαρχία disobedience to command fem nom/voc/acc dual ἀπειθαρχίᾱ , ἀπειθαρχία disobedience to command fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απειθαρχία — η (AM ἀπειθαρχία) έλλειψη πειθαρχίας, απείθεια, ανυπακοή … Dictionary of Greek
ἀπειθαρχίας — ἀπειθαρχίᾱς , ἀπειθαρχία disobedience to command fem acc pl ἀπειθαρχίᾱς , ἀπειθαρχία disobedience to command fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αζαπιά — η [άζαπος] 1. απεριόριστη ελευθερία, ασυδοσία (συνήθως για ελεύθερη βοσκή) 2. απειθαρχία, αταξία … Dictionary of Greek
ανταρσία — η (Μ ἀνταρσία) [ανταίρω] ανυποταξία, στάση νεοελλ. ανυπακοή, απειθαρχία … Dictionary of Greek
ασυνταξία — η (AM ἀσυνταξία) [ασύντακτος] γραμματική και συντακτική ανωμαλία αρχ. απειθαρχία … Dictionary of Greek
σκανταλιά — και σκανδαλιά, η, Ν [σκάνταλο / σκάνδαλο] πράξη που χαρακτηρίζεται από έλλειψη τάξης ή πειθαρχίας, αταξία, απειθαρχία («τα παιδιά κάνουν πολλές σκανταλιές») … Dictionary of Greek
Αλμέιντα, Αντόνιο Φιγκέιρα — (Antonio Figueroa Almeida, 1784 – 1847). Πορτογάλος φιλέλληνας αξιωματικός. Υπηρέτησε στις τάξεις του ισπανικού στρατού και πήρε μέρος στις μάχες εναντίον του Ναπολέοντα. Το 1825 ήρθε στην επαναστατημένη Ελλάδα και κατατάχθηκε εθελοντής στο… … Dictionary of Greek
γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… … Dictionary of Greek
Γκόρντον, Τόμας — (Thomas Gordon, ; – 1841).Σκοτσέζος στρατιωτικός. Υπήρξε από τους πρώτους φιλέλληνες που πήραν ενεργό μέρος στον Αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία. Ο Γ. με άλλους φιλέλληνες έφτασε με πλοίο από τη Μασσαλία στο ελληνικό στρατόπεδο των… … Dictionary of Greek